- ὀχεύειν
- ὀχεύωcoverpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοκκύζω — (Α κοκκύζω, δωρ. τ. κοκκύσδω) [κόκκυ] νεοελλ. (γι αυτούς που έχουν προσβληθεί από κοκκύτη) βήχω συνεχώς αρχ. 1. (για το πτηνό κόκκυγας) φωνάζω «κούκου» («ἦμος κόκκυξ κοκκύζει δρυὸς ἐν πετάλοισι τὸ πρῶτον», Ησίοδ.) 2. (για τον πετεινό) κραυγάζω,… … Dictionary of Greek
προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… … Dictionary of Greek
συννέμω — Α 1. (για βοσκό) βόσκω το κοπάδι μου στον ίδιο χώρο με άλλον 2. μτφ. καθιστώ κάποιον μέτοχο σε κάτι («ἀεὶ προσποιοῡσαν ἑαυτῇ καὶ συννέμουσαν ὧν κρατήσειεν», Πλούτ.) 3. μέσ. συννέμομαι α) (για ζώο) βόσκω στον ίδιο χώρο με άλλο («τὰ πλεῑστα οὐ… … Dictionary of Greek
(dher-4:) dhor- : dher- — (dher 4:) dhor : dher English meaning: to jump, jump at, *stream, ray, drip, sperm Deutsche Übersetzung: ‘springen, bespringen” Material: O.Ind. dhü rü ‘stream, ray, drip, sperm “; Gk. (Ion.) θορός, θορή “ manly sperm “,… … Proto-Indo-European etymological dictionary